βαλσάμωση
Смотреть что такое "βαλσάμωση" в других словарях:
βαλσάμωση — η [βαλσαμώνω] το βαλσάμωμα … Dictionary of Greek
βαλσάμωση — η βλ. βαλσάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μομιοποιώ — και μομμιοποιώ, έω μεταβάλλω πτώμα ανθρώπου ή ζώου σε μούμια με ταρίχευση ή βαλσάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μομία «μούμια» + ποιώ] … Dictionary of Greek